Η αναβλητικότητα αποτελεί μια πολύ συχνή δυσκολία που οι φοιτητές φέρνουν προς διαχείριση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής διαδικασίας. Είναι κάτι που αφορά σχεδόν το σύνολο του φοιτητικού πληθυσμού, αφού οι στατιστικές δείχνουν πως το 95% των νέων που σπουδάζουν, θα εμφανίσει αναβλητική συμπεριφορά τουλάχιστον περιστασιακά, κάποια στιγμή στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής του πορείας.
Αναβλητικότητα σημαίνει να αναβάλλεις κάτι που γνωρίζεις ότι πρέπει ή χρειάζεται να κάνεις. Αποτελεί μια γενικευμένη συμπεριφορική διάθεση που συνδέεται άμεσα με την αποφυγή του άγχους. Άρα αυτό που η αναβλητικότητα εξυπηρετεί στην πραγματικότητα, είναι η ανακούφιση από το άγχος, μέσω της αποφυγής (αναβολής) του αγχογόνου ερεθίσματος. Η αποφυγή όμως δεν είναι ένας λειτουργικός τρόπος αντιμετώπισης/διαχείρισης μιας κατάστασης, κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι με αναβλητική συμπεριφορά γνωρίζουν στην πράξη.
Αυτό που είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε είναι πως η αναβλητικότητα δεν έχει ούτε τα ίδια χαρακτηριστικά, ούτε το ίδιο νόημα για όλους μας. Ο καθένας την νοηματοδοτεί και τη βιώνει διαφορετικά. Για παράδειγμα, οι συνέπειες της αναβλητικότητας δεν είναι πάντα και για όλους αρνητικές καθώς κάποιοι άνθρωποι μπορεί να λειτουργούν καλύτερα υπό πίεση και μια τέτοιου του τύπου πιεστική συνθήκη στην οποία η συμπεριφορά αυτή τους οδηγεί, στο τέλος να τους κινητοποιεί και να είναι αποτελεσματικοί. Όμως η αλήθεια είναι, πως για τους περισσότερους, οι συνέπειες της αναβλητικότητας είναι κατά κύριο λόγο αρνητικές, αφού φέρνει τους ανθρώπους αντιμέτωπους με τη μη τήρηση προθεσμιών, άγχος και τη μη ολοκλήρωση σημαντικών καθηκόντων, που στην πορεία δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα.
Γιατί λοιπόν πραγματικά αναβάλλει κανείς; Κάποιοι από τους λόγους που συχνά οι άνθρωποι εμφανίζουν αυτού του τύπου τη συμπεριφορά είναι:
1. Αποφυγή ευθύνης – καθήκοντος (αποφεύγω την ευθύνη καθώς με δυσκολεύει)
2. Φόβος αποτυχίας (φοβάμαι ότι αν το κάνω θα αποτύχω άρα δεν το κάνω καθόλου)
3. Φόβος επιτυχίας (και δημιουργίας – συντήρησης προσδοκιών που με πιέζουν)
4. Εξάρτηση από συγκεκριμένη κατάσταση – διάθεση (δεν είμαι αρκετά δημιουργικός – συγκεντρωμένος τώρα για να κάνω αυτό που πρέπει/ δεν έχω την κατάλληλη διάθεση)
5. Αβεβαιότητα (δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω)
6. Υπερβολικό άγχος
Προσπαθώντας έτσι οι άνθρωποι να αποφύγουν να αντιμετωπίσουν – νιώσουν κάτι από τα παραπάνω και τις συνέπειες αυτών, απλά δεν κάνουν αυτό που γνωρίζουν πως πρέπει να κάνουν. Όμως αυτός ο τρόπος διαχείρισης μιας τέτοιας κατάστασης εκτός του ότι δεν είναι καθόλου αποτελεσματικός, όπως θα δείξω παρακάτω είναι πολύ επιβαρυντικός για την ψυχική μας υγεία, αφού μας βάζει σε ένα φαύλο κύκλο στον οποίο φαινομενικά ο μόνος τρόπος να ανακουφιστούμε από το άγχος είναι πάλι η αποφυγή, δηλαδή η εκ νέου αναβολή.
Ο φαύλος κύκλος της αναβλητικότητας:
Άρα τι μπορεί να κάνει κανείς για να σπάσει τον φαύλο κύκλο;
1. Αναγνώριση και αποδοχή
Καταρχάς να αντιληφθεί και να αποδεχτεί την αναβλητική του συμπεριφορά. Ξεκινώντας από εκεί βάζουμε ένα τέλος στις δικαιολογίες και αποδεχόμαστε ότι δεν αναβάλλουμε απλά γιατί βαριόμαστε, αλλά γιατί κάτι προσπαθούμε να πετύχουμε/ αποφύγουμε κάτι, μέσω της συμπεριφοράς αυτής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθουμε ενοχές ή ντροπή γι’ αυτό απλά να το αναγνωρίσουμε, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να προσεγγίσουμε αυτό που αισθανόμαστε και να αποδεχτούμε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό. Δεν υπάρχει τέλεια στιγμή για να δράσει κανείς, η κατάλληλη στιγμή είναι ακριβώς μόλις το αναγνωρίσουμε.
2. Αναγνώριση του με ποιο τρόπο είμαι αναβλητικός/ή και τι αυτή η συμπεριφορά εξυπηρετεί
Κατόπιν, είναι σημαντικό να γίνει μια αυτό- διερεύνηση ώστε να καταλάβει κανείς τι πετυχαίνει με αυτή τη συμπεριφορά. Τι εξυπηρετεί; Έτσι θα κατανοήσει και κάποια περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του.
3. Εντοπισμός δυσλειτουργικών πεποιθήσεων που ενισχύουν την αναβλητικότητα.
Στην πορεία είναι σημαντικό να αναγνωρίσει κανείς και να καταρρίψει τις διάφορες δυσλειτουργικές πεποιθήσεις που ενισχύουν αυτή τη συμπεριφορά. Συνήθως δηλαδή η αναβλητικότητα εδραιώνεται μέσω κάποιων πεποιθήσεων που την ενισχύουν, για παράδειγμα: Υπερεκτίμηση του διαθέσιμου χρόνου που έχω – «προλαβαίνω» Υποβάθμιση του απαιτούμενου χρόνου που χρειάζεται ένα έργο – «δεν θα μου πάρει πολύ» Υπερεκτίμηση μελλοντικής διάθεσης «θα νιώθω καλύτερα αν το κάνω αργότερα» Αναγκαιότητα ύπαρξης συγκεκριμένης συναισθηματικής διάθεσης «πρέπει να είμαι κάπως για να διαβάσω» Υποβάθμιση των ικανοτήτων/ δυνατοτήτων μου «δεν είμαι ικανός» Υπερεκτίμηση των ικανοτήτων δυνατοτήτων μου «είμαι καλός, τα καταφέρνω την τελευταία στιγμή»
4. Δέσμευση στην προσπάθεια
Κάποιες φορές είναι αρκετά βοηθητικό να μιλάμε γι’ αυτό που μας απασχολεί – μας δυσκολεύει σε ανθρώπους με τους οποίους νιώθουμε ασφαλής. Μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση το να μοιραστούμε μαζί τους και την έναρξη της προσπάθειας που κάνουμε γι’ αυτό, μπορεί να βοηθήσει να δεσμευτεί κανείς ακόμη περισσότερο.
5. Ειλικρίνεια – Αυτοφροντίδα
Τέλος είναι σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, αυτά που σκεφτόμαστε και αυτά που νιώθουμε. Δεν προσπαθούμε να μας ξεγελάσουμε αφού αυτό θα καταλήξει στο να επιβαρυνθούμε ακόμη περισσότερο. Άρα προσπαθούμε να προσεγγίσουμε την αλήθεια μας, με αυτοσυμπόνοια και αυτό- φροντίδα, για να μπορέσουμε να έχουμε μια ειλικρινή σχέση με τον εαυτό μας.
Τέλος πολλές φορές είναι βοηθητικό να ακολουθούμε και κάποιους πρακτικούς κανόνες για την ενίσχυση της προσπάθειας να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της αναβλητικότητας όπως οι παρακάτω:
1. Σχεδιάζω – διαχειρίζομαι το χρόνο μου:
I. Φτιάχνω εβδομαδιαίο πρόγραμμα με καθήκοντα – δουλειές
II. Κάνω κατάλογο με προτεραιότητες: τι είναι πιο σημαντικό;
III. Ξεκινάω από τα δύσκολα και από αυτά που δεν μου αρέσουν – ώστε να ανακουφιστώ από το άγχος που έχω γι’ αυτά.
IV. Σπάω αυτό που έχω να κάνω σε κομμάτια και ολοκληρώνω βήμα – βήμα
2. Με ενισχύω- ανταμείβω:
I. Με επιβραβεύω όταν καταφέρω να ολοκληρώσω κάποιο βήμα – ή/και ολοκληρώσω κάποιο έργο: Ακόμη και τα μικρά βήματα αξίζουν επαίνου και ανταμοιβής. Η επιβράβευση μας ενισχύει και μας γεμίζει με θετικά συναισθήματα.
3. Αναζητώ υποστήριξη – Μοιράζομαι αυτά που νιώθω:
I. Ζητώ βοήθεια και στήριξη στα καθήκοντα που έχω να κάνω, αν το χρειάζομαι.
II. Εξωτερίκευση – εκδήλωση αρνητικών συναισθημάτων – ματαίωσης που μπορεί να νιώθω γι’ αυτά που έχω να κάνω.